- διῆγον
- διάγωcarry overimperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)διάγωcarry overimperf ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκακοπαθώ — έω, ΜΑ [κακοπαθῶ] υφίσταμαι και άλλες κακοπάθειες ή ταλαιπωρίες, πάσχω επί πλέον («διῆγον... οἱ ἄνδρες τῇ φυλακῇ προσκακοπαθοῡντες», Μηναί.) αρχ. συμπάσχω … Dictionary of Greek